στενῆς

στενῆς
στενάζω
sigh deeply
fut ind act 2nd sg (doric)
στενός
narrow
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στένῃς — στένω moan pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένηις — στένῃς , στένω moan pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • врата — ВРАТ|А (310), Ъ мн. с. Ворота, широкий вход или проезд, запираемый створами: ономоу же сто˫ащю предъ враты ЖФП XII, 40в; въшьдъ же въ цр҃квь... оувѣдѣвъ ˫ако враты хотѩть изити. и бывъшю ѥмоу въ вратѣхъ въпроси о нихъ. ЧудН XII, 66в; лежаше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… …   Dictionary of Greek

  • αδέλφωση — και αδέρφωση, η [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, αδέλφωμα 2. σύναψη στενής φιλίας …   Dictionary of Greek

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”